μονοτάξιος

μονοτάξιος
ος, ο[ν] имеющий один класс или одного учителя (о школе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μονοτάξιος" в других словарях:

  • μονοτάξιος — α, ο 1. (για σχολή) αυτός που έχει μία τάξη, αυτός στον οποίο η φοίτηση διαρκεί ένα έτος («μονοτάξιο τεχνικό σχολείο») 2. φρ. «μονοτάξιο δημοτικό σχολείο» δημοτικό σχολείο στο οποίο όλοι οι μαθητές διδάσκονται από έναν δάσκαλο στην ίδια αίθουσα.… …   Dictionary of Greek

  • μονοτάξιος — α, ο (για σχολείο), που έχει μια μόνο τάξη ή ένα δάσκαλο που διδάσκει σε όλες τις τάξεις, το μονοθέσιο σχολείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • εξατάξιος — α, ο που έχει έξι τάξεις ή που έχει έξι δασκάλους (πρβλ. μονοτάξιος, τριτάξιος κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»